ἡνιοχεία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[искусство управления вожжами]] (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[управление]] (τῆς μηχανῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχεία:''' ἡ ([[ἡνιοχέω]]), [[οδήγηση]] του άρματος, το [[έργο]] του ηνίοχου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἡνιοχεία:''' ἡ ([[ἡνιοχέω]]), [[οδήγηση]] του άρματος, το [[έργο]] του ηνίοχου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[искусство управления вожжами]] (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[управление]] (τῆς μηχανῆς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεία]], ἡ, [[ἡνιοχέω]]<br />[[chariot]]-[[driving]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεία]], ἡ, [[ἡνιοχέω]]<br />[[chariot]]-[[driving]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεία Medium diacritics: ἡνιοχεία Low diacritics: ηνιοχεία Capitals: ΗΝΙΟΧΕΙΑ
Transliteration A: hēniocheía Transliteration B: hēniocheia Transliteration C: iniocheia Beta Code: h(nioxei/a

English (LSJ)

(ἡνιοχία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ, chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεία: ἡ тж. pl.
1) искусство управления вожжами (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;
2) управление (τῆς μηχανῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.

Greek Monolingual

η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἡνιοχεία: ἡ (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡνιοχεία, ἡ, ἡνιοχέω
chariot-driving, Plat.