ἰδρεία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>épq.</i> [[ἰδρείη]], <i>var.</i> [[ἰδρίη]];<br />science, connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδρις]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>épq.</i> [[ἰδρείη]], <i>var.</i> [[ἰδρίη]];<br />science, connaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδρεία:''' эп. [[ἰδρείη]], дор. *[[ἰδρίη]] ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδρεία:''' Ιων. -είη, ἡ, [[γνώση]], [[εμπειρία]], [[πείρα]], [[ικανότητα]], <i>ἰδρείῃ πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἰδρεία:''' Ιων. -είη, ἡ, [[γνώση]], [[εμπειρία]], [[πείρα]], [[ικανότητα]], <i>ἰδρείῃ πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδρεία:''' эп. [[ἰδρείη]], дор. *[[ἰδρίη]] ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[skill]], ἰδρείῃ πολέμοιο Il. [from [[ἴδρις]]
|mdlsjtxt=<br />[[skill]], ἰδρείῃ πολέμοιο Il. [from [[ἴδρις]]
}}
}}

Revision as of 20:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδρεία Medium diacritics: ἰδρεία Low diacritics: ιδρεία Capitals: ΙΔΡΕΙΑ
Transliteration A: idreía Transliteration B: idreia Transliteration C: idreia Beta Code: i)drei/a

English (LSJ)

Ion. ἰδρ-είη, ἡ, (ἴδρις) knowledge, skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il.16.359; οὐδέ τι ἰδρείῃ (Aristarch. for vulg. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ) 7.198, cf.A.R. 2.72, Q.S.4.226, Theoc.22.85.

German (Pape)

[Seite 1238] ἡ, ion. ἰδρείη, Kenntniß, Kunde, Erfahrung, Il. 7, 198, πολέμοιο 16, 359; ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος Ap. Rh. 2, 72; Qu. Sm. 4, 226.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
épq. ἰδρείη, var. ἰδρίη;
science, connaissance.
Étymologie: ἴδρις.

Russian (Dvoretsky)

ἰδρεία: эп. ἰδρείη, дор. *ἰδρίη ἡ знание, умение: ἰδρείῃ πολέμοιο Hom. (умудренный) ратным искусством; οὐ βίῃ οὐδὲ ἰδρείῃ Hom. ни силой, ни (военным) искусством.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδρεία: Ἰων. -είη, ἡ, (ἴδρις) γνῶσις, ἐμπειρία, πεῖρα, ἰδρείῃ πολέμοιο Ἰλ. Π. 359· οὐδέ τι ἰδρείῃ (κοινῶς, οὐδέ τ’ ἀϊδρείῃ) Η. 198· οὕτως Ἀπολλ. Ρόδ. B. 72, Κόϊντ. Σμ. 4. 226. - Παρὰ Θεοκρ. 22. 85 ὑπάρχει ἀμφίβολος τύπος, ἀλλ’ ἰδρίῃ (ἄλλοι γράφουσιν ἰδρείῃ παραλείπουντες τὸ ἀλλ’).

Greek Monolingual

ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) ίδρις
γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.).

Greek Monotonic

ἰδρεία: Ιων. -είη, ἡ, γνώση, εμπειρία, πείρα, ικανότητα, ἰδρείῃ πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il. [from ἴδρις