ἰχνεύμων: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ονος (ὁ) :<br />ichneumon, rat d’Égypte, qui suit la piste des crocodiles, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχνεύω]]. | |btext=ονος (ὁ) :<br />ichneumon, rat d’Égypte, qui suit la piste des crocodiles, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχνεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνεύμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ихневмон]] или «[[фараонова мышь]]» (хищное млекопитающее из семейства виверр, Herpestes [[ichneumon]]) Arst., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ихневмон]] (разновидность ос, истребляющая пауков) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχνεύμων:''' -ονος, ὁ ([[ἰχνεύω]]), [[ιχνηλάτης]]· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με [[νυφίτσα]], το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ. | |lsmtext='''ἰχνεύμων:''' -ονος, ὁ ([[ἰχνεύω]]), [[ιχνηλάτης]]· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με [[νυφίτσα]], το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰχνεύμων]], ονος, [[ἰχνεύω]]<br />the [[tracker]]: an Egyptian [[animal]] of the [[weasel]]-[[kind]], [[which]] hunts out [[crocodile]]'s eggs, the [[ichneumon]], Pharaoh's rat, Arist. | |mdlsjtxt=[[ἰχνεύμων]], ονος, [[ἰχνεύω]]<br />the [[tracker]]: an Egyptian [[animal]] of the [[weasel]]-[[kind]], [[which]] hunts out [[crocodile]]'s eggs, the [[ichneumon]], Pharaoh's rat, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A tracker: hence,
1 an Egyptian animal of the weasel-kind, which hunts out crocodile's eggs (asp's eggs,Ael.NA6.38), Herpestes ichneumon, Arist.HA612a16, Eub.107.12, Nic.Th.190, Plu.2.966d, PLond.3.904 (ii A.D.); cf. ἰχνευτής ΙΙ.
2 a small kind of wasp, that hunts spiders, Pelopaeus spirifex, Arist.HA552b26,609a5, cf. Plin.HN10.204.
3 a bird, Ant.Lib. 14.
German (Pape)
[Seite 1276] ονος, ὁ (der Spürer), – a) eine Wieselart in Aegypten, die den Eiern des Krokodils nachspürt, Arist. H. A. 6, 35. 9, 6 Nic. Th. 190 Plut. sol. anim. 10. S. auch ἰχνευτής. – b) eine Wespe, die den Spinnen nachspürt, Arist. H. A. 5, 20. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
ichneumon, rat d’Égypte, qui suit la piste des crocodiles, animal.
Étymologie: ἰχνεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνεύμων: ονος ὁ
1) ихневмон или «фараонова мышь» (хищное млекопитающее из семейства виверр, Herpestes ichneumon) Arst., Diod., Plut.;
2) ихневмон (разновидность ос, истребляющая пауков) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεύμων: -ονος, ὁ, ὁ ἀνιχνέυων· ἐντεῦθεν, 1) ζῷόν τι τῆς Αἰγύπτου ὅμοιον ἰκτίδι, ὅπερ ἀνιχνεύει τὰ ᾠὰ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· καλεῖται καὶ ἰχνευτής, Ἡρόδ. 2. 67, κλ. 2) εἶδος σφηκῶν θηρευόντων τὰς ἀράχνας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, κλ.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνεύμων)
1. ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη νυφίτσα, που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου
2. εντομολ. είδος σφηκών που κυνηγούν τις αράχνες
αρχ.
1. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, ιχνευτής
2. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνεύω + επίθημα -μων (πρβλ. δαίμων, πνεύμων].
Greek Monotonic
ἰχνεύμων: -ονος, ὁ (ἰχνεύω), ιχνηλάτης· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με νυφίτσα, το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰχνεύμων, ονος, ἰχνεύω
the tracker: an Egyptian animal of the weasel-kind, which hunts out crocodile's eggs, the ichneumon, Pharaoh's rat, Arist.