ἱερογραμματεύς: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />prêtre <i>ou</i> docteur qui interprète les saintes écritures, <i>en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[γραμματεύς]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />prêtre <i>ou</i> docteur qui interprète les saintes écritures, <i>en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[γραμματεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱερογραμμᾰτεύς:''' έως (у египтян) жрец-начетчик, толкователь священных текстов Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱερογραμματεύς:''' -έως, ὁ, [[ιερός]] [[γραμματέας]], κατώτερη [[τάξη]] της Αιγυπτιακής ιεροσύνης, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[τήρηση]] των ιερών εγγράφων, η [[διδασκαλία]] των ιερών τύπων και τελετών και η [[επιμέλεια]] για την τήρησή τους, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἱερογραμματεύς:''' -έως, ὁ, [[ιερός]] [[γραμματέας]], κατώτερη [[τάξη]] της Αιγυπτιακής ιεροσύνης, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[τήρηση]] των ιερών εγγράφων, η [[διδασκαλία]] των ιερών τύπων και τελετών και η [[επιμέλεια]] για την τήρησή τους, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱερο-[[γραμματεύς]], έως,<br />a [[sacred]] [[scribe]], a [[lower]] [[order]] of the Egyptian [[priesthood]], Luc. | |mdlsjtxt=ἱερο-[[γραμματεύς]], έως,<br />a [[sacred]] [[scribe]], a [[lower]] [[order]] of the Egyptian [[priesthood]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Eudox. Ars3.21, OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.), Luc. Macr.4, J.Ap.1.32, al., Herasap.Gal.13.776, Aët.15.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, in Aegypten ein Priester, der die heilige Schrift kannte u. auslegte u. auf die Beobachtung der heiligen Gebräuche beim Gottesdienste sah; Luc. Macrob. 4; Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
prêtre ou docteur qui interprète les saintes écritures, en Égypte.
Étymologie: ἱερός, γραμματεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἱερογραμμᾰτεύς: έως (у египтян) жрец-начетчик, толкователь священных текстов Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερογραμματεύς: έως, ὁ, ἱερὸς γραμματεύς, κατωτέρα τις τάξις ἐν τῷ Αἰγυπτιακῷ ἱερατείῳ, τοῦ ὁποίου ἔργον ἦτο ἡ τήρησις τῶν ἱερῶν ἐγγράφων, ἡ διδασκαλία τῶν ἱερῶν τύπων καὶ τελετῶν καὶ ἡ ἐπιμέλεια πρὸς τήρησιν αὐτῶν, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 7, Λουκ. Μακρόβ. 4, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 32, Κλήμ. Ἀλ. 657· ἱερὸς γρ. ἐν Λουκ. Φιλοψ. 34.
Greek Monolingual
ἱερογραμματεύς, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας του οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους.
Greek Monotonic
ἱερογραμματεύς: -έως, ὁ, ιερός γραμματέας, κατώτερη τάξη της Αιγυπτιακής ιεροσύνης, του οποίου έργο ήταν η τήρηση των ιερών εγγράφων, η διδασκαλία των ιερών τύπων και τελετών και η επιμέλεια για την τήρησή τους, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἱερο-γραμματεύς, έως,
a sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Luc.