ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[δῶρον]].
|btext=ος, ον :<br />qui donne le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[δῶρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβιόδωρος:''' [[дарующий счастье]], [[щедро одаряющий]] ([[χθών]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβιόδωρος:''' [[дарующий счастье]], [[щедро одаряющий]] ([[χθών]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλβιό-δωρος, ον, [[δῶρον]]<br />bestowing [[bliss]], Eur.
|mdlsjtxt=ὀλβιό-δωρος, ον, [[δῶρον]]<br />bestowing [[bliss]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόδωρος Medium diacritics: ὀλβιόδωρος Low diacritics: ολβιόδωρος Capitals: ΟΛΒΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: olbiódōros Transliteration B: olbiodōros Transliteration C: olviodoros Beta Code: o)lbio/dwros

English (LSJ)

ον, bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.); μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 318] Glück gebend, spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne le bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβιόδωρος: дарующий счастье, щедро одаряющий (χθών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.

Greek Monolingual

ὀλβιόδωρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν' ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

ὀλβιόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει ευδαιμονία, ευτυχία, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλβιό-δωρος, ον, δῶρον
bestowing bliss, Eur.