ὀδυνηρός: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerzhaft; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerzhaft; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδῠνηρός:''' дор. [[ὀδυναρός|ὀδῠνᾱρός]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[причиняющий боль]], [[болезненный]], [[мучительный]] ([[ἕλκος]] Pind.; [[πάθος]] Plat.; [[πλῆγμα]] Arst.; [[σύγκοιτις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[полный мучений]], [[страдальческий]], [[горестный]] ([[βίος]] Eur.; [[βίοτος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδῠνηρός:''' Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο, [[οδυνηρός]], ληπηρός, [[δυσάρεστος]], σε Πίνδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀδῠνηρός:''' Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο, [[οδυνηρός]], ληπηρός, [[δυσάρεστος]], σε Πίνδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. ὀδῠν-ᾱρός, ά, όν, A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231; -ότατα πάθη Pl.Grg.525c; -ότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. -ρῶς Arist.HA609b25 : Comp. -ότερον Plu.2.837a. 2 distressing, γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀ. βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); -ότερος βίοτος Ar.Pl.526; ὀ. πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O.; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.
German (Pape)
[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνηρός: дор. ὀδῠνᾱρός 3
1) причиняющий боль, болезненный, мучительный (ἕλκος Pind.; πάθος Plat.; πλῆγμα Arst.; σύγκοιτις Plut.);
2) полный мучений, страдальческий, горестный (βίος Eur.; βίοτος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾱς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμ-ηρός, τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].
Greek Monotonic
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]
1. painful, Pind., Ar.
2. painful, distressing, Eur., Ar.