ὀρειφοίτης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui parcourt les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui parcourt les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρειφοίτης:''' [[странствующий по горам]] (эпитет Вакха) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ουρανοφοίτης]]. | |mltxt=[[ὀρειφοίτης]] και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («[[ὀρειφοίτης]] [[Διόνυσος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀροι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ουρανοφοίτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, mountain-roaming, Phanocl.3 :—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειφοίτης: странствующий по горам (эпитет Вакха) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».
Greek Monolingual
ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανοφοίτης.