ὁδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l'on transporte, cargaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
|btext=α, ον :<br />de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l'on transporte, cargaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδαῖος:''' [[путевой]], [[дорожный]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδαῖος:''' -α, -ον ([[ὁδός]]), = [[ἐνόδιος]]· <i>ὁδαῖα</i>, <i>τά</i>, [[αγαθά]] μαζί με τα οποία ταξιδεύει [[ένας]] [[έμπορος]], το φορτίο του, [[πραμάτεια]], εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁδαῖος:''' -α, -ον ([[ὁδός]]), = [[ἐνόδιος]]· <i>ὁδαῖα</i>, <i>τά</i>, [[αγαθά]] μαζί με τα οποία ταξιδεύει [[ένας]] [[έμπορος]], το φορτίο του, [[πραμάτεια]], εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδαῖος:''' [[путевой]], [[дорожный]] Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁδαῖος]], η, ον [[ὁδός]]<br />= [[ἐνόδιος]]:—ὁδαῖα, ων, τὰ [[goods]] with [[which]] a [[merchant]] travels, his [[freight]], Od.
|mdlsjtxt=[[ὁδαῖος]], η, ον [[ὁδός]]<br />= [[ἐνόδιος]]:—ὁδαῖα, ων, τὰ [[goods]] with [[which]] a [[merchant]] travels, his [[freight]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδαῖος Medium diacritics: ὁδαῖος Low diacritics: οδαίος Capitals: ΟΔΑΙΟΣ
Transliteration A: hodaîos Transliteration B: hodaios Transliteration C: odaios Beta Code: o(dai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὁδός)
A = ἐνόδιος, of Hermes, Id. (s.v.l.).
II ὁδαῖα, τά, that for which a merchant travels, merchandise (obtained in exchange for his φόρτος or first freight), Od.8.163, 15.445; though a Sch. explains it as = ἐφόδια, Lat. viaticum; cf. ὁδάω.

German (Pape)

[Seite 291] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν ἐφόδιον; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l'on transporte, cargaison.
Étymologie: ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

ὁδαῖος: путевой, дорожный Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδαῖος: α, ον. (ὁδὸς) = ἐνόδιος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ ἔμπορος ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = ἐφόδια, Λατ. viaticum· πρβλ. ὁδάω.

English (Autenrieth)

(ὁδός): belonging to a journey, pl. ὁδαῖα, freight, cargo, Od. 8.163 and Od. 15.445.

Greek Monolingual

ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδός
μσν.
κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῖα
το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.

Greek Monotonic

ὁδαῖος: -α, -ον (ὁδός), = ἐνόδιος· ὁδαῖα, τά, αγαθά μαζί με τα οποία ταξιδεύει ένας έμπορος, το φορτίο του, πραμάτεια, εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὁδαῖος, η, ον ὁδός
= ἐνόδιος:—ὁδαῖα, ων, τὰ goods with which a merchant travels, his freight, Od.