ὀρφανία: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />situation d'orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />situation d'orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сиротство]] Plat., Lys., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[недостаток]], [[отсутствие]] (τινός Pind., Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀρφᾰνία:''' ἡ (ὀρφᾰνός),<br /><b class="num">I.</b> [[ορφάνια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέρηση]], [[έλλειψη]] στεφάνων, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind. | |mdlsjtxt=ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]<br /><b class="num">I.</b> [[orphanhood]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[bereavement]], [[want]] of, στεφάνων Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:43, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ,
A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in plural, Id.Cri.45d.
II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
situation d'orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφᾰνία: ἡ
1) сиротство Plat., Lys., Plut.;
2) недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
English (Slater)
ὀρφᾰνία want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)
Greek Monolingual
και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρηση («ὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].
Greek Monotonic
ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.