ὁμιλητός: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />avec qui l'on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />avec qui l'on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμῑλητός:''' [[общительный]], [[доступный]]: οὐχ ὁμιλητὸν [[θράσος]] Aesch. невыносимое высокомерие. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμῑλητός:''' -ή, -όν ([[ὁμιλέω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί [[κάποιος]], οὐχ [[ὁμιλητός]], [[απρόσιτος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὁμῑλητός:''' -ή, -όν ([[ὁμιλέω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί [[κάποιος]], οὐχ [[ὁμιλητός]], [[απρόσιτος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὁμῑλητός, ή, όν [[ὁμιλέω]]<br />with whom one may [[consort]], οὐχ [[ὁμιλητός]] [[unapproachable]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὁμῑλητός, ή, όν [[ὁμιλέω]]<br />with whom one may [[consort]], οὐχ [[ὁμιλητός]] [[unapproachable]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A with whom one may converse or with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος A.Th.189. II τὸ ὁμιλητόν = conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.
German (Pape)
[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
avec qui l'on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
Greek Monotonic
ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.