ὑπόβαθρον: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]]. | |btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόβαθρον:''' τό [[подставка]], [[подпора]], [[основание]] Xen., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen. | |mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, A anything put under, a base: 1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54. 2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84. 3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169. 4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.
German (Pape)
[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.
Greek Monotonic
ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.