ὑπεκτρέχω: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὑπεκδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπεξέδραμον;<br />s'échapper en courant ; fuir, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέχω]]. | |btext=<i>f.</i> ὑπεκδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπεξέδραμον;<br />s'échapper en courant ; fuir, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκτρέχω:''' (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)<br /><b class="num">1)</b> [[избегать]], [[ускользать]] (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;<br /><b class="num">2)</b> [[переходить]], [[переступать]] (τοῦ χρόνου [[τέλος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150 | |lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150 | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 ὑπεξέδρᾰμον<br /><b class="num">I.</b> to run out from under, [[escape]] from, c. acc., Hdt., Soph., etc.;—c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur.<br /><b class="num">II.</b> to run out [[beyond]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 ὑπεξέδρᾰμον<br /><b class="num">I.</b> to run out from under, [[escape]] from, c. acc., Hdt., Soph., etc.;—c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur.<br /><b class="num">II.</b> to run out [[beyond]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. A -δρᾰμοῦμαι Id.Ant.1086: aor. ὑπεξέδρᾰμον Hdt.1.156:—run out from under, escape from, τὸ παρεόν Hdt. l. c.; θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ S. l. c.; ὑ. τὴν σὴν . . γλωσσαλγίαν (where the metaph. is taken from a ship) E.Med.524; θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι Id.Ph.873: abs., of horses, Plu.Eum.7: c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω E.Andr.338. II run out beyond, τοῦ χρόνου τέλος S. Tr.167.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. τρέχω), darunter hinaus od. weglaufen, entlaufen, vermeiden, c. acc.; Soph. Tr. 166 Ant. 1073; Eur. oft; ἢν τὸ παρεὸν ὑπεκδράμωσι Her. 1, 156; – c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. Andr. 338.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκδραμοῦμαι, ao.2 ὑπεξέδραμον;
s'échapper en courant ; fuir, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκτρέχω: (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)
1) избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;
2) переходить, переступать (τοῦ χρόνου τέλος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. ὑπεξέδρᾰμον. Ἐκτρέχω κάτωθέν τινος, ὑπεκφεύγω ἀπό τινος, φεύγω τι, ὑπεκδραμεῖν τὸ παρὸν Ἡρόδοτ. 1. 156· θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ Σοφ. Ἀντ. 1086· ὑπ. τὴν σήν... γλωσσαλγίαν, (ἔνθα ἡ μεταφορὰ εἶναι εἰλημμένη ἐκ πλοίου) Εὐρ. Μήδ. 524· θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 873· τὸν σπαραγμὸν ὑπ. Πλουτ. Εὐμ. 7· ― μετ’ ἀπαρ., ἣν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Εὐρ. Ἀνδρ. 338. ΙΙ. τρέχω πέραν ὁρίου τινός, τοῦ χρόνου τέλος Σοφ. Τρ. 167.
Greek Monolingual
Α
1. αποφεύγω, διαφεύγω («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδραμῶ», Ευρ.)
2. τρέχω έξω, πέρα από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῦθ' ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου τέλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, εξορμώ»].
Greek Monotonic
ὑπεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπεξέδρᾰμον·
I. εξέρχομαι, ξεχύνομαι από κάτω, ξεφεύγω από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω, σε Ευρ.
II. τρέχω πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 ὑπεξέδρᾰμον
I. to run out from under, escape from, c. acc., Hdt., Soph., etc.;—c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur.
II. to run out beyond, Soph.