ὑπουργός: Difference between revisions
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ὑπουργός]] serviteur : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ὑπουργός]] serviteur : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπουργός:'''<br /><b class="num">I</b> [[помогающий]], [[содействующий]]: ὑ. τινι Xen. способствующий чему-л.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[служитель]], [[слуга]] Polyb., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπουργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει [[υπηρεσία]], [[εξυπηρετικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[βοηθητικός]], [[συντελεστικός]], αυτός που συμβάλλει σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπουργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει [[υπηρεσία]], [[εξυπηρετικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[βοηθητικός]], [[συντελεστικός]], αυτός που συμβάλλει σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, contr. for ὑποεργός (q.v.), rendering service, serviceable, conducive to, τῷ ἀποπήγνυσθαι X.An.5.8.15: οἱ ὑπουργοί = the assistants, Hp.Acut.67, IG12.344.80, al., Plb.5.89.3; ὑ. τινός = a servant of any one, PCair.Zen.176.220 (iii B. C.), LXX Jo.1.1, Plb.30.8.4; ὁρατῶν Hld.2.16. Adv. ὑπουργῶς = by means of rendering service Aristaenet.1.3 (parox. codd.), s.v.l.
German (Pape)
[Seite 1238] zsgz. = ὑποεργός, bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben ὑπηρέτης Luc. Alex. 5.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. ou gén. ; ὁ ὑπουργός serviteur : τινος de qqn.
Étymologie: ὑπό, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουργός:
I помогающий, содействующий: ὑ. τινι Xen. способствующий чему-л.
II ὁ служитель, слуга Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, χρήσιμος, βοηθός, βοηθητικός, συντελεστικὸς πρός τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, ὑπηρέτης εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.
Greek Monolingual
ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος του υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [πρβλ. δικαστ-ίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].
Greek Monotonic
ὑπουργός: -όν (ἔργον), αυτός που προσφέρει, παρέχει υπηρεσία, εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, βοηθητικός, συντελεστικός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι, με δοτ., σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπ-ουργός, όν ἔργον
rendering service, serviceable, promoting, conducive to a thing, c. dat., Xen.
English (Woodhouse)
Translations
servant
Bactrian: βανδαγο; Catalan: servidor; Czech: služebník; Dutch: dienaar, bediende; Finnish: palvelija; Galician: servidor; German: Helfer, Helferin; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌱𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: υπηρέτης; Ancient Greek: ὑπηρέτης; Indonesian: pelayan; Irish: seirbhíseach, searbhónta; Latin: minister; Maori: wheteke; Middle English: servaunt; Portuguese: servente; Russian: служитель, служительница; Scottish Gaelic: searbhanta, seirbhiseach; Spanish: servidor; Swedish: tjänare
assistant
Albanian: asistent, asistente; Arabic: مُسَاعِد, مُسَاعِدَة, مُعَاوِن, مُعَاوِنَة; Armenian: օգնական; Asturian: asistente; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца, асістэнт, асістэнтка; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, асистент, асистентка; Burmese: အကူ; Catalan: assistent, assistenta; Cebuano: kabulig; Chinese Cantonese: 助理, 助手; Mandarin: 助理, 助手; Min Nan: 助理, 助手; Czech: asistent, asistentka, pomocník, pomocnice; Danish: assistent, hjælper, medhjælper; Dutch: assistent, assistente; Esperanto: asistanto; Estonian: abiline, asetäitja, assistent; Finnish: assistentti, apulainen, avustaja; French: assistant, aide, auxiliaire; Middle French: assistant; Galician: asistente; Georgian: ასისტენტი; German: Assistent, Mitarbeiter, Helfer, Gehilfe; Greek: βοηθός; Ancient Greek: βοηθός, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: asszisztens, segéd; Icelandic: aðstoðarmaður; Ido: helpanto, helpero; Irish: cúntóir; Italian: assistente; Japanese: 助手; Karelian: abuniekka; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ, ភូឈួយ; Korean: 조수(助手); Kurdish Central Kurdish: شاگرد; Kyrgyz: жардамчы; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ, ຜູ້ຮອງ; Latin: adiutor, adiutrix; optiō, administer; Latvian: asistents, asistente, palīgs, palīdze; Lithuanian: asistentas; Livvi: abuniekku; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка, асистент, асистентка; Malay: pembantu; Maori: taituarā, kaiāwhina, uruora, piki; Middle English: servaunt; Mongolian Cyrillic: туслагч; Norman: assistant; Norwegian Bokmål: assistent, medhjelper; Nynorsk: assistent, medhjelpar; Persian: دستیار, آسیستان; Polish: asystent, asystentka, pomocnik, pomocnica; Portuguese: assistente, ajudante; Romanian: asistent, asistentă, ajutor, ajutoare; Russian: ассистент, ассистентка, помощник, помощница; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca, asistent, asistentka; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, asistente; Swahili: msaidizi; Swedish: assistent, medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı, asistan, muavin; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця, асистент, асистентка; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ, người phụ việc; Volapük: yufan