ὦχρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur jaune <i>ou</i> pâle, pâleur;<br /><b>2</b> ers, <i>plante légumineuse (lathyrus cicera L.)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur jaune <i>ou</i> pâle, pâleur;<br /><b>2</b> ers, <i>plante légumineuse (lathyrus cicera L.)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὦχρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[восковая бледность]], [[бледная желтизна]] Hom., Luc., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> бот. [[чина]] (Lathyrus [[cicera]]) или горох (Pisum ochrus) Arst., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὦχρος:''' -ου, ὁ, [[χλώμιασμα]], [[ωχρότητα]], ως επί το πλείστον το ωχρό [[χρώμα]] που προκαλείται από φόβο· [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὦχρος:''' -ου, ὁ, [[χλώμιασμα]], [[ωχρότητα]], ως επί το πλείστον το ωχρό [[χρώμα]] που προκαλείται από φόβο· [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὦχρος]], ου, [from [[ὠχρός]]<br />[[paleness]], [[wanness]], esp. the [[pale]] hue of [[fear]], [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]] Il. | |mdlsjtxt=[[ὦχρος]], ου, [from [[ὠχρός]]<br />[[paleness]], [[wanness]], esp. the [[pale]] hue of [[fear]], [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]] Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ (cf. Hdn.Gr.2.39), A paleness, wanness, esp. the pale hue of fear, once in Hom., ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς Il.3.35; also in Luc.JTr.1 (adapting Hom.) and late Poets, as An drom. ap. Gal. 14.35, AP5.258 (Paul.Sil.). II birds' pease, Lathyrus Ochrus, Antiph.301, Arist.HA627b17(pl.), Thphr.HP8.3.1, al., CP4.2.2, D.L.2.139.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ ὦχρος nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 couleur jaune ou pâle, pâleur;
2 ers, plante légumineuse (lathyrus cicera L.).
Étymologie: ὠχρός.
Russian (Dvoretsky)
ὦχρος: ὁ
1) восковая бледность, бледная желтизна Hom., Luc., Anth.;
2) бот. чина (Lathyrus cicera) или горох (Pisum ochrus) Arst., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὦχρος: -ου, ὁ ὡς τὸ ὠχρότης, μάλιστα τὸ ὠχρὸν χρῶμα τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, ἅπαξ παρ’ Ὀμ., ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν δέος) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· ἄχροος.. ὦχρος Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν εἶναι ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. εἶναι ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὦχρος: -ου, ὁ, χλώμιασμα, ωχρότητα, ως επί το πλείστον το ωχρό χρώμα που προκαλείται από φόβο· ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειάς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὦχρος, ου, [from ὠχρός
paleness, wanness, esp. the pale hue of fear, ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειάς Il.