ὑπόξηρος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόξηρος:''' [[суховатый]]: ἐν τοῖς ὑποξήροις φύεσθαι [[βέλτιον]] Plut. лучше произрастать в сравнительно сухих местах. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]·2. (για [[τόπο]]) αυτός που παρουσιάζει [[ξηρασία]] σε μικρό βαθμό<br /><b>3.</b> (για μέρη του σώματος) ο [[κάπως]] [[ισχνός]]. | |mltxt=-ον, Α [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]·2. (για [[τόπο]]) αυτός που παρουσιάζει [[ξηρασία]] σε μικρό βαθμό<br /><b>3.</b> (για μέρη του σώματος) ο [[κάπως]] [[ισχνός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:21, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A somewhat dry, πτύσματα, γλῶσσα, Id.Coac.363, Epid.7.22; ἐν τοῖς ὑ. in dry places, Plu.2.915e. 2 lean, slender, of parts that have not much flesh over them, Hp.Fract.4 vulg. (-ξυρα codd. opt.), v.l. for ὑπόξυροι in Id.Art.77.
German (Pape)
[Seite 1227] etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu sec.
Étymologie: ὑπό, ξηρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόξηρος: суховатый: ἐν τοῖς ὑποξήροις φύεσθαι βέλτιον Plut. лучше произрастать в сравнительно сухих местах.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξηρος: -ον, ὀλίγον τι ξηρός, πτύσμα, γλῶσσα Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον ἰσχνός, ξηρός πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.
Greek Monolingual
-ον, Α ξηρός
1. ο κάπως ξηρός·2. (για τόπο) αυτός που παρουσιάζει ξηρασία σε μικρό βαθμό
3. (για μέρη του σώματος) ο κάπως ισχνός.