ψεῦστις: Difference between revisions
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] ἡ, fem. zu [[ψεύστης]], Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] ἡ, fem. zu [[ψεύστης]], Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ψεύτης]], ο, θηλ. [[ψεύτρα]] / [[ψεύστης]], θηλ. [[ψεύστρια]], ΝΜΑ, θηλ. και [[ψεῦστις]], ψεύστιδος, και [[ψεύστειρα]] Α<br />[[άτομο]] που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το [[ψέμα]] για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι [[είναι]] [[ψεύτης]]» β. «...ἀεὶ ψεῦσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ<br />γ. «ψεῦσται τ' ὀρχησταί τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[κλέφτης]] είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο [[ψεύτης]] [[είναι]] πιο [[επικίνδυνος]] κι από τον κλέφτη<br />β) «ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο [[ψεύτης]] και ο [[κλέφτης]] [[σύντομα]] αποκαλύπτονται<br />γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη [[μαρτυρία]] προσώπου που δεν [[είναι]] [[καθόλου]] αξιόπιστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ψευδής]], [[απατηλός]] («ψεύσταν λόγον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ψεύστης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψευσ</i> του [[ψεύδομαι]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἐψευσάμην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>τρια</i> / -<i>τις</i> / -<i>τειρα</i>. Το νεοελλ. [[ψεύτης]] έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ψεύστης]] με (ανομοιωτική) [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψεῦστις''': θηλ. τοῦ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 3. | |lstext='''ψεῦστις''': θηλ. τοῦ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 3. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 4 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of ψεύστης, νύξ Epigr.Gr.418 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, fem. zu ψεύστης, Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3.
Greek Monolingual
ψεύτης, ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῦστις, ψεύστιδος, και ψεύστειρα Α
άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῦσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ
γ. «ψεῦσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. απατεώνας
2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτη
β) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονται
γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστο
αρχ.
ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή του -σ-].
Greek (Liddell-Scott)
ψεῦστις: θηλ. τοῦ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 3.