βοηθώ: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και [[βωθέω]], ιων. τ.)<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[προστρέχω]] να σώσω κάποιον, [[σώζω]]<br /><b>3.</b> [[ανακουφίζω]] ασθενή, [[βελτιώνω]] την [[κατάσταση]] του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διευκολύνω]], [[ωφελώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «βοηθῶ ἐπί τινα» — [[σπεύδω]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> «βοηθῶ [[πρός]] τι» <br />α) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]]<br />β) [[αποκρούω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> «βοηθεῑ [[πρός]] τι» — [[είναι]] ωφέλιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βοηθόος]] > <i>βοηθοέω</i> > [[βοηθέω]] με [[υφαίρεση]]].
|mltxt=(-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και [[βωθέω]], ιων. τ.)<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] υλική ή [[ηθική]] [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[προστρέχω]] να σώσω κάποιον, [[σώζω]]<br /><b>3.</b> [[ανακουφίζω]] ασθενή, [[βελτιώνω]] την [[κατάσταση]] του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διευκολύνω]], [[ωφελώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «βοηθῶ ἐπί τινα» — [[σπεύδω]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> «βοηθῶ [[πρός]] τι» <br />α) [[εφαρμόζω]] [[κάτι]]<br />β) [[αποκρούω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> «βοηθεῖ [[πρός]] τι» — [[είναι]] ωφέλιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βοηθόος]] > <i>βοηθοέω</i> > [[βοηθέω]] με [[υφαίρεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

(-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και βωθέω, ιων. τ.)
1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια
2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω
3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του
μσν.- νεοελλ.
διευκολύνω, ωφελώ
νεοελλ.
1. ευνοώ
2. υποστηρίζω
αρχ.
φρ.
1. «βοηθῶ ἐπί τινα» — σπεύδω εναντίον κάποιου
2. «βοηθῶ πρός τι»
α) εφαρμόζω κάτι
β) αποκρούω κάτι
3. απρόσ. «βοηθεῖ πρός τι» — είναι ωφέλιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βοηθόος > βοηθοέω > βοηθέω με υφαίρεση].