επισκοπώ: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπισκοπῶ, -έω) [[επίσκοπος]]<br />[[είμαι]] [[επίσκοπος]], [[επισκοπεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ενδιαφέρομαι]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον («[[ὅπου]] | |mltxt=(AM ἐπισκοπῶ, -έω) [[επίσκοπος]]<br />[[είμαι]] [[επίσκοπος]], [[επισκοπεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ενδιαφέρομαι]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον («[[ὅπου]] ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[βλέπω]] [[κάτι]] («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] («ὦ θάνατε, νῦν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ενδοιαστ. πρότ.) [[προσέχω]] [[μήπως]] («ἐπισκοποῦν | ||
τες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς [[χάριτος]] τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον ως [[φίλος]] ή [[γιατρός]]<br /><b>6.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]] καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπισκοπῶ, -έω) επίσκοπος
είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω
αρχ.-μσν.
ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)
αρχ.
1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.)
2. επισκέπτομαι («ὦ θάνατε, νῦν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», Σοφ.)
3. (με ενδοιαστ. πρότ.) προσέχω μήπως («ἐπισκοποῦν
τες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος ή γιατρός
6. σκέπτομαι, μελετώ κάτι καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).