νυμφεῖος: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=νυμφεῖος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)<br /><b>1.</b> [[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («νυμφεῖα λέχη», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νυμφεῖον</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊον</i><br />[[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νυμφεῖα</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊα</i><br />α) γαμήλια [[τελετή]], [[γάμος]]<br />β) [[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br />γ) η [[νύφη]] («νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) τα [[πορνεία]] («νυμφεῖα πρὸς [[κηλωστὰ]] καρβάνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:42, 13 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.):—A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c.; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt): hence as substantive 1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118: τό:— bridechamber, S.Ant.891, 1205: in plural, Id.Tr.920. 2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159: τά:— nuptial rites, marriage, S.Tr.7; but 3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
νυμφεῖος: и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθι 7· ἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.
Greek Monolingual
νυμφεῖος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῖα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῖον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῖα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῖα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκ-είος)].
Greek Monotonic
νυμφεῖος: -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη)·
I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. ως ουσ.,
1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ.
2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.
Middle Liddell
νυμφεῖος, η, ον νύμφη
I. of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.
II. as substantive,
1. νυμφεῖον (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.
2. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Soph.