στόμιο: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις κλεῑθρα δέχοισθε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] του χαλινού που τοποθετείται στο [[στόμα]] του αλόγου, η [[στομίδα]] («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[δύναμη]] επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται [[τἀμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φορβειά]]<br /><b>7.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] του λαιμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[στόμιον]] Τροίας» — ο [[στρατός]] τών Αχαιών που πολιορκούσε την [[Τροία]] και περιόριζε τους κατοίκους της.
|mltxt=το / [[στόμιον]], ΝΜΑ [[στόμα]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]], οπή, [[είσοδος]] (α. «[[στόμιο]] σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ [[στόμιον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[πόρος]] ή [[τρήμα]] το οποίο αποτελεί την [[αρχή]] ή το [[τέλος]] [[σωλήνα]] ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία [[κοιλότητα]] με [[άλλη]] ή γίνεται [[επικοινωνία]] μιας κοιλότητας [[προς]] τα έξω (α. «[[στόμιο]] της ουρήθρας» β. «[[στόμιον]] γαστρός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «[[στόμιον]] τῆς ὑστέρας», Σωρ.<br />δ. «[[στόμιον]] τῆς κύστεως». <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στόμιο]](ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού<br />β) «[[στόμιο]](ν) [[διώρυγος]]» — η [[είσοδος]] σε [[διώρυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[στόμα]] («στομίοισι δυσαλθές», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπήλαιο]] («ὦ μέγα ναίων [[στόμιον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδοχή]] μοχλού («στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] του χαλινού που τοποθετείται στο [[στόμα]] του αλόγου, η [[στομίδα]] («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[δύναμη]] επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται [[τἀμά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φορβειά]]<br /><b>7.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] του λαιμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[στόμιον]] Τροίας» — ο [[στρατός]] τών Αχαιών που πολιορκούσε την [[Τροία]] και περιόριζε τους κατοίκους της.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

το / στόμιον, ΝΜΑ στόμα
1. άνοιγμα, οπή, είσοδος (α. «στόμιο σπηλαίου» β. «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον», Σοφ.)
2. ανατ. πόρος ή τρήμα το οποίο αποτελεί την αρχή ή το τέλος σωλήνα ή διά μέσου του οποίου επικοινωνεί μία κοιλότητα με άλλη ή γίνεται επικοινωνία μιας κοιλότητας προς τα έξω (α. «στόμιο της ουρήθρας» β. «στόμιον γαστρός», Νίκ.
γ. «στόμιον τῆς ὑστέρας», Σωρ.
δ. «στόμιον τῆς κύστεως». Γαλ.)
3. φρ. α) «στόμιο(ν) ποταμοῦ» — εκβολές του ποταμού
β) «στόμιο(ν) διώρυγος» — η είσοδος σε διώρυγα
αρχ.
1. μικρό στόμα («στομίοισι δυσαλθές», Νίκ.)
2. σπήλαιο («ὦ μέγα ναίων στόμιον», Αισχύλ.)
3. υποδοχή μοχλού («στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε», Ανθ. Παλ.)
4. το σιδερένιο τμήμα του χαλινού που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, η στομίδα («χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες εἰς τοὺς ἵππους κατατείνουσι», Ηρόδ.)
5. μτφ. δύναμη επιβολής («ὡς... νῦν ὁρῶν νεκρὸν στόμια δέχηται τἀμά», Σοφ.)
6. φορβειά
7. γυναικείο κόσμημα του λαιμού
8. φρ. «στόμιον Τροίας» — ο στρατός τών Αχαιών που πολιορκούσε την Τροία και περιόριζε τους κατοίκους της.