κροῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κροῦμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
|mltxt=κροῦμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:55, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροῦμα Medium diacritics: κροῦμα Low diacritics: κρούμα Capitals: ΚΡΟΥΜΑ
Transliteration A: kroûma Transliteration B: krouma Transliteration C: kroyma Beta Code: krou=ma

English (LSJ)

ατος, το, (κρούω) A beat, stroke, Ar.Ec.257 (sens. obsc.):— also κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb.121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199. 2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18, cf. Ar.Th.120 (lyr.), Pl.R.333b, Min.317d, etc.; τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.; also of wind instruments, κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, cf. Poll.4.83, 7.88; σαλπιστικὰ κ. Id.4.84; τοιαῦτα… νιγλαρεύων κ. Eup.110; αὐλεῖ… σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.); ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d:—also κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Geschlagene, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte Schall; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = αὔλημα, Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῦσμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.
Étymologie: κρούω.
Syn. αὔλημα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροῦμα -τος, τό [κρούω] slag, stoot, klap; seks.: οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων niet onbekend met allerlei stoten Aristoph. Eccl. 257. getokkel (op muziekinstrument):. κρούματα ἐν λύρᾳ getokkel op de lier Plat. Alc. 1. 107a.

Russian (Dvoretsky)

κροῦμα: ατος τό
1) удар, толчок Arph.;
2) pl. бряцание, игра (ἐν λύρα Plat.);
3) мелодия, песня, напев (κρούματα ἐπὶ τὰ μέλη Plat.; κρούματα καὶ ᾄσματα Luc.).

Greek Monolingual

κροῦμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).

Greek Monotonic

κροῦμα: -ατος, τό (κρούω), χτύπημα, πλήγμα· ήχος που παράγεται από το χτύπημα έγχορδων οργάνων με το πλήκτρο, νότα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κροῦμα: τό, (κρούω) κτύπημα, οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) ἦχος παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, ἦχος, τόνος, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 5. 292· ― ὅθεν μέλος παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον ὡσαύτως, οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.

Middle Liddell

κροῦμα, ατος, τό, κρούω
a stroke: a sound made by striking stringed instruments with the plectron, a note, Plat.