σπυρίδα: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σπυρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[σφυρίς]] Α<br />πλατύ [[καλάθι]] με ανοιχτό [[στόμιο]] για [[μεταφορά]] τροφίμων ή για [[ψάρεμα]], [[ζεμπίλι]], [[ψαροκόφινο]] (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ<br />β. «σφυρίδος δηνάρια [[πέντε]]», <b>επιγρ.</b><br />γ. | |mltxt=η / [[σπυρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[σφυρίς]] Α<br />πλατύ [[καλάθι]] με ανοιχτό [[στόμιο]] για [[μεταφορά]] τροφίμων ή για [[ψάρεμα]], [[ζεμπίλι]], [[ψαροκόφινο]] (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ<br />β. «σφυρίδος δηνάρια [[πέντε]]», <b>επιγρ.</b><br />γ. «κατιεῖ σχοινίῳ [[σπυρίδα]] μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ειδικά φτειαγμένο [[καλάθι]] για τη [[μεταφορά]] χρημάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνον» — [[δείπνο]] στο οποίο [[καθένας]] φέρνει το [[φαγητό]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σπυρ</i>-<i>ίς</i> με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]], δηλωτικό οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>γραφ</i>-<i>ίς</i>, <i>σκαφ</i>-<i>ίς</i>), εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με φωνηεντισμό -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπύραθος]], <i>αγυρις</i>) ΙΕ ρίζας <i>sper</i>- «[[πλέκω]]» (από όπου και τα [[σπείρα]], [[σπάρτον]]). Ο τ. [[σφυρίς]], με δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] [[είναι]] [[δευτερογενής]] (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]). Από τους τ. [[σπυρίς]] / [[σφυρίς]] έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα του ψαριού [[σφυρίδα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 13 October 2022
Greek Monolingual
η / σπυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α
πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ
β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ.
γ. «κατιεῖ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ειδικά φτειαγμένο καλάθι για τη μεταφορά χρημάτων
2. φρ. «ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνον» — δείπνο στο οποίο καθένας φέρνει το φαγητό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπυρ-ίς με επίθημα -ίς, -ίδος, δηλωτικό οργάνων (πρβλ. γραφ-ίς, σκαφ-ίς), εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, αγυρις) ΙΕ ρίζας sper- «πλέκω» (από όπου και τα σπείρα, σπάρτον). Ο τ. σφυρίς, με δασύ εκφραστικό σύμφωνο είναι δευτερογενής (πρβλ. σπόγγος: σφόγγος). Από τους τ. σπυρίς / σφυρίς έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα του ψαριού σφυρίδα].