χορίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[=[[τετρασύλλαβος]] [[μετρικός]] πόδας πού [[ἔχει]] ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό [[χορεῖος]] ἤ [[χόριος]] + [[ἴαμβος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[χορός]].
}}
}}

Revision as of 14:10, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορῐαμβος Medium diacritics: χορίαμβος Low diacritics: χορίαμβος Capitals: ΧΟΡΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: choríambos Transliteration B: choriambos Transliteration C: choriamvos Beta Code: xori/ambos

English (LSJ)

ὁ, in metre, choriambus, i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a chorius (- ) and iambus ( -), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22.

German (Pape)

[Seite 1366] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.

Russian (Dvoretsky)

χορίαμβος: ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒).

Greek (Liddell-Scott)

χορίαμβος: ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συγκείμενος ἐκ χορείου (= τροχαίου) καὶ ἰάμβου (-υυ-), Terent. Maur.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορ-εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος.

Mantoulidis Etymological

[=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό χορεῖοςχόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.