Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυθρός: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκυθρός''': {skuthrós}<br />'''See also''': s. [[σκυδμαίνω]].<br />'''Page''' 2,741
|ftr='''σκυθρός''': {skuthrós}<br />'''See also''': s. [[σκυδμαίνω]].<br />'''Page''' 2,741
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὀργισμένος). Ἀπό τό [[σκύζομαι]], σκυδ + θρό + ς → [[σκυθρός]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν, angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].

Greek Monotonic

σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.

Frisk Etymological English

See also: s. σκυδμαίνω.

Middle Liddell

σκυθρός, ή, όν σκύζομαι
angry, sullen, Menand.

Frisk Etymology German

σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741

Mantoulidis Etymological

(=ὀργισμένος). Ἀπό τό σκύζομαι, σκυδ + θρό + ς → σκυθρός.