φρενήρης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sensible]], [[in one's senses]]
|woodrun=[[sensible]], [[in one's senses]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φρόνιμος]]). Ἀπό τό [[φρήν]] + ἀραρεῖν (τοῦ [[ἀραρίσκω]] = [[προσαρμόζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενήρης Medium diacritics: φρενήρης Low diacritics: φρενήρης Capitals: ΦΡΕΝΗΡΗΣ
Transliteration A: phrenḗrēs Transliteration B: phrenērēs Transliteration C: freniris Beta Code: frenh/rhs

English (LSJ)

ες, sound of mind, opp. ἐμμανής, Hdt.3.25, cf.30, 35, E.Heracl.150, Phld.Mort.39, Plu.2.323c, Luc.Cal.3, etc.: Sup. -έστατος Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.

German (Pape)

[Seite 1304] ες, seiner Seele, seines Verstandes mächtig, verständig, Eur. Heracl. 151 El. 1053.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sensé, raisonnable, prudent.
Étymologie: φρήν, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

φρενήρης: здравомыслящий, благоразумный Her., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

φρενήρης: -ες, γεν. εος, ὁ ἀραρὼς τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, φρόνιμος, ἀρτίφρων, Λατιν. compos mentis, ἀντίθετον τῷ ἐμμανής, Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 30. 35, Εὐρ. Ἡρακλ. 150, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34 κἑξ.

Greek Monolingual

-ες / φρενήρης, -ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α
νεοελλ.
κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ήρης (Ι)].

Greek Monotonic

φρενήρης: -ες, γεν. -έος (ἀραρίσκω), αυτός που κυριαρχεί στο νου του, φρόνιμος, Λατ. compos mentis, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

φρεν-ήρης, ες ἀραρίσκω
master of his mind, sound of mind, Lat. compos mentis, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

sensible, in one's senses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φρόνιμος). Ἀπό τό φρήν + ἀραρεῖν (τοῦ ἀραρίσκω = προσαρμόζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη φρήν.