ἁδρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἁδρός]]<br />to [[come]] to one's [[strength]], Plat. | |mdlsjtxt=[[ἁδρός]]<br />to [[come]] to one's [[strength]], Plat. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 14 October 2022
English (LSJ)
Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.
Spanish (DGE)
desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.
Greek Monotonic
ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἁδρός
to come to one's strength, Plat.
Mantoulidis Etymological
-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).