κατακονδυλίζω: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakondylizo | |Transliteration C=katakondylizo | ||
|Beta Code=katakonduli/zw | |Beta Code=katakonduli/zw | ||
|Definition=strengthened for [[κονδυλίζω]], <span class="bibl">Aeschin.3.212</span> (Pass.), <span class="bibl">LXX<span class="title">Am.</span>5.11</span>; ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.1.387</span>. | |Definition=strengthened for [[κονδυλίζω]], <span class="bibl">Aeschin.3.212</span> (Pass.), <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Am.</span>5.11</span>; ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.1.387</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 15 October 2022
English (LSJ)
strengthened for κονδυλίζω, Aeschin.3.212 (Pass.), LXXAm.5.11; ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν Ph.1.387.
German (Pape)
[Seite 1355] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; κατακονδύλιστος, Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.
French (Bailly abrégé)
abattre d'un coup de poing, frapper à coups de poing.
Étymologie: κατά, κονδυλίζω.
Russian (Dvoretsky)
κατακονδῠλίζω: избивать ударами кулаков, pass. быть избиваемым до полусмерти Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
κατακονδῠλίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ κονδυλίζω, διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων κτυπῶ, κονδύλοις καταβάλλω, κατακεκονδύλισται, ὥστε ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.
Greek Monolingual
κατακονδυλίζω (Α)
1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ
2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)].
Greek Monotonic
κατακονδῠλίζω: (κόνδυλος), καταβάλλω με γροθιές, γρονθοκοπώ, ραπίζω, χαστουκίζω, σε Αισχίν.