συσφίγγω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sysfiggo
|Transliteration C=sysfiggo
|Beta Code=susfi/ggw
|Beta Code=susfi/ggw
|Definition=[[bind close together]], τοὺς ἀγκῶνας <span class="bibl">Herod.5.25</span>; συσφιγχθεὶς χεροῖν τένοντας <span class="title">APl.</span>4.199 (Crin.); τὸ λόγιον <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>36.29</span> (<span class="bibl">39.21</span>); [[gird up]], <b class="b3">τὴν ὀσφύν</b> ib.<span class="bibl"><span class="title">3 Ki.</span>18.46</span>; [[grasp]], <b class="b3">ἄκροις δακτύλοις τὸ προβόλιον</b> Procop.Gaz.<span class="bibl">p.167</span> B.; cf. [[σύσφιγμα]].
|Definition=[[bind close together]], τοὺς ἀγκῶνας <span class="bibl">Herod.5.25</span>; συσφιγχθεὶς χεροῖν τένοντας <span class="title">APl.</span>4.199 (Crin.); τὸ λόγιον <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>36.29</span> (<span class="bibl">39.21</span>); [[gird up]], <b class="b3">τὴν ὀσφύν</b> ib.<span class="bibl"><span class="title">3 Ki.</span>18.46</span>; [[grasp]], <b class="b3">ἄκροις δακτύλοις τὸ προβόλιον</b> Procop.Gaz.<span class="bibl">p.167</span> B.; cf. [[σύσφιγμα]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:15, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσφίγγω Medium diacritics: συσφίγγω Low diacritics: συσφίγγω Capitals: ΣΥΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: sysphíngō Transliteration B: sysphingō Transliteration C: sysfiggo Beta Code: susfi/ggw

English (LSJ)

bind close together, τοὺς ἀγκῶνας Herod.5.25; συσφιγχθεὶς χεροῖν τένοντας APl.4.199 (Crin.); τὸ λόγιον LXX Ex.36.29 (39.21); gird up, τὴν ὀσφύν ib.3 Ki.18.46; grasp, ἄκροις δακτύλοις τὸ προβόλιον Procop.Gaz.p.167 B.; cf. σύσφιγμα.

German (Pape)

[Seite 1046] zusammenschnüren, -binden, -ziehen, τένοντας Crinag. 1 (Plan. 199).

French (Bailly abrégé)

étreindre ou resserrer ensemble ; condenser.
Étymologie: σύν, σφίγγω.

Russian (Dvoretsky)

συσφίγγω: сгущать, уплотнять (τὴν χιόνα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συσφίγγω: σφίγγω στενῶς, συμπυκνῶ, συμπήγνυσι καὶ σ. [τὴν χιόνα] ἀὴρ Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 10. - Παθητ., αὐτόθι 2. 6, 5, πρβλ. Ἀνθολ. Πλαν. 199· μεταφορ., σ. τὸν λόγον Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 536.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σφίγγω
περισφίγγω
νεοελλ.
φρ. «συνεσφιγμένο μέτωπο»
(μετεωρ.) είδος μετώπου κακοκαιρίας, που σχηματίζεται όταν ένα ψυχρό μέτωπο υπερκαλύπτει ένα προπορευόμενο θερμό μέτωπο, προκαλώντας την ανύψωση τών θερμών αέριων μαζών και χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες, αυξημένη συγκέντρωση νεφών και εκτεταμένα κατακρημνίσματα, συχνά με τη μορφή χιονιού
μσν.
(αυτοπαθ.) συνωστίζομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. ελέγχω, κατευθύνω, ρυθμίζω («τὴν τὰς μερίζουσας τὸν νοῦν συσφίγγουσαν αἰσθήσεις... πίστιν», Προκ. Γαζ.)
αρχ.
1. σφίγγω κάτι δυνατά μαζί με κάτι άλλο («συσφίγγειν τοὺς ἀγκῶνας», Ηρώνδ.)
2. αρπάζω.

Greek Monotonic

συσφίγγω: συμπυκνώνω, σφίγγω με δύναμη — Παθ., σε Ανθ.

Middle Liddell

to condense:—Pass., Anth.