κενόδοξος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(CSV import) |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό [[κενός]] + [[δόξα]] τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό [[κενός]] + [[δόξα]] τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ος, ον<br>vaniteux<br>[[κενός]], [[δόξα]] | |||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 17 October 2022
English (LSJ)
ον, vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.
German (Pape)
[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.
Russian (Dvoretsky)
κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.
Greek (Liddell-Scott)
κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.
English (Strong)
from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.
English (Thayer)
κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξως (Α κενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].
Chinese
原文音譯:kenÒdoxoj 咳挪-多克索士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空的-看來好像(的)
字義溯源:虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 虛榮(1) 加5:26
Mantoulidis Etymological
(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό κενός + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.