ἱεροκῆρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierokiryks
|Transliteration C=ierokiryks
|Beta Code=i(erokh=ruc
|Beta Code=i(erokh=ruc
|Definition=ῡκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[herald]] or [[attendant]] at a [[sacrifice]], D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. [[ἱεροκᾶρυξ]] IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).
|Definition=ῡκος, ὁ, [[herald]] or [[attendant]] at a [[sacrifice]], D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. [[ἱεροκᾶρυξ]] IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />héraut des sacrifices, héraut sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
|btext=υκος (ὁ) :<br />héraut des sacrifices, héraut sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''ἱεροκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]], σε Δημ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.
|elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροκῆρυξ]], -υκος, Α δωρ. τ. [[ἱεροκᾶρυξ]])<br />αυτός που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιμανδρίτης]], [[πρεσβύτερος]] ή [[λαϊκός]] [[θεολόγος]], [[εντεταλμένος]] από την εκκλησιαστική [[αρχή]] να κηρύσσει τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]] («[[βούλομαι]] δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο].
}}
{{ls
|lstext='''ἱεροκήρυξ''': -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ [[ὑπηρέτης]] ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ [[ἱεροκήρυξ]] τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν [[θεῖον]] λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem.
|mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem.
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροκῆρυξ]], -υκος, Α δωρ. τ. [[ἱεροκᾶρυξ]])<br />αυτός που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιμανδρίτης]], [[πρεσβύτερος]] ή [[λαϊκός]] [[θεολόγος]], [[εντεταλμένος]] από την εκκλησιαστική [[αρχή]] να κηρύσσει τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]] («[[βούλομαι]] δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο].
|lsmtext='''ἱεροκῆρυξ:''' -ῡκος, , [[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 10:31, 23 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροκῆρυξ Medium diacritics: ἱεροκῆρυξ Low diacritics: ιεροκήρυξ Capitals: ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
Transliteration A: hierokē̂ryx Transliteration B: hierokēryx Transliteration C: ierokiryks Beta Code: i(erokh=ruc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. ἱεροκᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
héraut des sacrifices, héraut sacré.
Étymologie: ἱερός, κῆρυξ.

German (Pape)

[Seite 1241] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροκῆρυξ: ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσίαβούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ ὑπηρέτης ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ ἱεροκήρυξ τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν θεῖον λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.

Middle Liddell

ἱερο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,
the herald at a sacrifice, Dem.

Greek Monotonic

ἱεροκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία, σε Δημ.