ἀλεξητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of [[battle]], a [[champion]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />one who keeps off, [[ἀλεξητὴρ μάχης]] = a [[stemmer]] of [[battle]], a [[champion]], Il.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, [[Helfer]]; [[ἀλεξητὴρ μάχης]], [[Vorkämpfer]], Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[ἀλεξητήρ]] -ῆρος, ὁ [[ἀλέξω]] [[afweerder]], [[beschermer]] :. ἀ. μάχης afweerder van de strijd Il. 20.396.
|elnltext=[[ἀλεξητήρ]] -ῆρος, ὁ [[ἀλέξω]] [[afweerder]], [[beschermer]] :. [[ἀλεξητὴρ μάχης]] = [[afweerder van de strijd]] Il. 20.396.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀλεξητήρ:''' ῆρος ὁ [[защитник]], [[хранитель]] (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀ. μάχης Hom. защитник в бою.
|elrutext='''ἀλεξητήρ:''' ῆρος ὁ [[защитник]], [[хранитель]] (ἀ. τινι εἶναι Xen.): [[ἀλεξητὴρ μάχης]] Hom. [[защитник в бою]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. [[averruncus]], ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.
|lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. [[averruncus]], [[ἀλεξητὴρ μάχης]], ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>ἀλ. μάχης</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>[[ἀλεξητὴρ μάχης]]</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 14:01, 24 November 2022

Middle Liddell

ἀλέξω
one who keeps off, ἀλεξητὴρ μάχης = a stemmer of battle, a champion, Il.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; ἀλεξητὴρ μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀλεξητὴρ μάχης = afweerder van de strijd Il. 20.396.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀλεξητὴρ μάχης Hom. защитник в бою.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλεξητὴρ μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.

Greek Monolingual

ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.

Greek Monotonic

ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλεξητὴρ μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.