λῆδος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (pape replacement) |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λῆδος]], δοριξ λᾷδος, εος,<br />a [[light]] [[summer]] [[dress]], [[Alcman]]. | |mdlsjtxt=[[λῆδος]], δοριξ λᾷδος, εος,<br />a [[light]] [[summer]] [[dress]], [[Alcman]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> ὁ, = τό [[λῆδον]].<br /><b class="num">2</b> τό, = τό [[λῇδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
Dor. λᾶδος, εος, τό, A a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].
Greek Monotonic
λῆδος: Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, σε Αλκμάν.
Middle Liddell
λῆδος, δοριξ λᾷδος, εος,
a light summer dress, Alcman.