ἀνοψία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνοψία]], η (Α) [[όψον]]<br />[[έλλειψη]] ψαριών για [[προσφάγι]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α ιων. ἀνοψίη)<br />η [[ανικανότητα]] όρασης, [[τυφλότητα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνοψία]], η (Α) [[όψον]]<br />[[έλλειψη]] ψαριών για [[προσφάγι]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α ιων. ἀνοψίη)<br />η [[ανικανότητα]] όρασης, [[τυφλότητα]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ ([[ὄψον]]), <i>[[Mangel]] an [[Zukost]]</i>, bes. an [[Fischspeisen]], Antiphan. bei Ath. VIII.342e; Plut.
}}
}}

Revision as of 16:35, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοψία Medium diacritics: ἀνοψία Low diacritics: ανοψία Capitals: ΑΝΟΨΙΑ
Transliteration A: anopsía Transliteration B: anopsia Transliteration C: anopsia Beta Code: a)noyi/a

English (LSJ)

ἡ,
A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f.
II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de víveres ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοψία: ἡ отсутствие кушаний к хлебу, преимущ. рыбы, т. е. простая пища, сухой хлеб Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότιἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.

Greek Monolingual

(I)
ἀνοψία, η (Α) όψον
έλλειψη ψαριών για προσφάγι.
(II)
η (Α ιων. ἀνοψίη)
η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα.

German (Pape)

ἡ (ὄψον), Mangel an Zukost, bes. an Fischspeisen, Antiphan. bei Ath. VIII.342e; Plut.