κορυζᾶς: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας ([[πρβλ]]. [[λαχανάς]], [[φαγάς]])].
|mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας ([[πρβλ]]. [[λαχανάς]], [[φαγάς]])].
}}
{{pape
|ptext=ᾶ, ὁ, Men. bei Suid., der es [[ἰσχυρῶς]] κορυζῶν erkl.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυζᾶς Medium diacritics: κορυζᾶς Low diacritics: κορυζάς Capitals: ΚΟΡΥΖΑΣ
Transliteration A: koryzâs Transliteration B: koryzas Transliteration C: koryzas Beta Code: koruza=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ, driveller, sniveller, Men.1003.

Russian (Dvoretsky)

κορυζᾶς: ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men.

Greek (Liddell-Scott)

κορυζᾶς: ὁ, (κόρυζα), ὁ ἰσχυρῶς κορυζῶν, «μυξιάρης», Μένανδρ ἐν Ἀδήλ. 413.

Greek Monolingual

κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχανάς, φαγάς)].

German (Pape)

ᾶ, ὁ, Men. bei Suid., der es ἰσχυρῶς κορυζῶν erkl.