ὕφαιμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕφαιμος]], ον, [[αἷμα]]<br /><b class="num">I.</b> suffused with [[blood]], [[blood]]-[[shot]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> of [[temperament]], [[sanguine]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ὕφαιμος]], ον, [[αἷμα]]<br /><b class="num">I.</b> suffused with [[blood]], [[blood]]-[[shot]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> of [[temperament]], [[sanguine]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Blut [[unterlaufen]], [[blutig]]</i>; Plat. <i>Phaedr</i>. 253e; καὶ θερμόν Arist. <i>[[physiogn]]</i>. 2; ὕφαιμον βλέπειν Ael. <i>H.A</i>. 3.21.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕφαιμος Medium diacritics: ὕφαιμος Low diacritics: ύφαιμος Capitals: ΥΦΑΙΜΟΣ
Transliteration A: hýphaimos Transliteration B: hyphaimos Transliteration C: yfaimos Beta Code: u(/faimos

English (LSJ)

ον, (αἷμα)
A suffused with blood, blood-shot, Hp.Aph.5.23; of the nails, Orib.Syn.7.18; ὑγρασία Sor.1.19; ῥοῦς Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; especially of the eyes, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕφαιμα Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὕφαιμος τὴν χρόαν Dsc.4.23.
II of complexion or temperament, sanguine, Hp.Epid.3.14; ὕφαιμος ἵππος = hot-blooded, Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕφαιμος Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, càd menaçants, terribles;
2 de complexion sanguine.
Étymologie: ὑπό, αἷμα.

Russian (Dvoretsky)

ὕφαιμος:
1) налитый кровью (βραχίονες Dem.; ὀφθαλμοί Sext.): ὕφαιμον βλέπειν Luc. глядеть налившимися кровью глазами;
2) полнокровный Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφαιμος: -ον, (αἷμα) ὁ ἔχων ὑποκάτω ὑποκεχυμένον αἷμα, ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, αἱματώδης, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. ἵππος, κοινῶς «θερμοαίματος», θυμοειδής, Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.

Greek Monotonic

ὕφαιμος: -ον (αἷμα),
I. πλημμυρισμένος με αίμα, κατακόκκινος, ερεθισμένος (λέγεται για μάτι), σε Δημ.
II. λέγεται για ιδιοσυγκρασία, αιματώδης, θερμόαιμος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὕφαιμος, ον, αἷμα
I. suffused with blood, blood-shot, Dem.
II. of temperament, sanguine, Plat.

German (Pape)

mit Blut unterlaufen, blutig; Plat. Phaedr. 253e; καὶ θερμόν Arist. physiogn. 2; ὕφαιμον βλέπειν Ael. H.A. 3.21.