δαφνίτης: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δαφνίτης]]) [[δάφνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίθος]] [[μέσα]] στη [[μάζα]] του οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] του χλωρίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[επίθετο]] του Απόλλωνος) [[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δαφνίτης]] [[οἶνος]]» — [[κρασί]] αρωματισμένο με [[δάφνη]].
|mltxt=ο (Α [[δαφνίτης]]) [[δάφνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίθος]] [[μέσα]] στη [[μάζα]] του οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] του χλωρίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[επίθετο]] του Απόλλωνος) [[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δαφνίτης]] [[οἶνος]]» — [[κρασί]] αρωματισμένο με [[δάφνη]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>vom [[Lorbeerbaum]]</i>, [[οἶνος]] <i>Geop</i>.<br><b class="num">2</b> <i>mit [[Lorbeer]] [[bekränzt]]</i>, [[Beiname]] des [[Apollo]] bei den Syrakusanern, <i>VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνίτης Medium diacritics: δαφνίτης Low diacritics: δαφνίτης Capitals: ΔΑΦΝΙΤΗΣ
Transliteration A: daphnítēs Transliteration B: daphnitēs Transliteration C: dafnitis Beta Code: dafni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A laureate, epithet of Apollo at Syracuse, Hsch. II of bay, οἶνος Gp.8.8.

Spanish (DGE)

-ου
de laurel οἶνος Gp.8.8 (tít.).

Greek (Liddell-Scott)

δαφνίτης: -ου, ὁ, ὁ δαφνηφόρος, δάφνην ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Συρακούσαις, Ἡσύχ.· πρβλ. δαφνηφόρος. ΙΙ. ἐκ δάφνης, οἶνος Γεωπ. 8. 8.

Greek Monolingual

ο (Α δαφνίτης) δάφνη
νεοελλ.
1. λίθος μέσα στη μάζα του οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης
2. ποικιλία του χλωρίτη
αρχ.
1. (επίθετο του Απόλλωνος) στεφανωμένος με δάφνη
2. φρ. «δαφνίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με δάφνη.

German (Pape)

ὁ,
1 vom Lorbeerbaum, οἶνος Geop.
2 mit Lorbeer bekränzt, Beiname des Apollo bei den Syrakusanern, VLL.