σκύλευμα: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[arms taken from the dead]] | |woodrun=[[arms taken from the dead]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Erbeutete]], der Raub</i>, bes. <i>die dem getöteten [[Feinde]] abgenommene [[Rüstung]]</i>; Eur. <i>Phoen</i>. 864, <i>Rhes</i>. 593, <i>Ion</i> 1145, Thuc. 4.44. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, usually in plural, arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépouille d'un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.
Russian (Dvoretsky)
σκύλευμα: ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи (πολέμια σκυλεύματα Eur.).
Greek Monolingual
τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).
Greek Monotonic
σκύλευμα: [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
Middle Liddell
σκύ¯λευμα, ατος, τό,
mostly in plural the arms stripped off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc. [from σκῡλεύω]
English (Woodhouse)
German (Pape)
τό, das Erbeutete, der Raub, bes. die dem getöteten Feinde abgenommene Rüstung; Eur. Phoen. 864, Rhes. 593, Ion 1145, Thuc. 4.44.