ἀπηλεγέως: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[formed as if from *[[ἀπηλεγής]] (ἀπὸ, [[ἀλέγω]])]<br />without caring for [[anything]], [[reckless]] of consequences, [[bluntly]], μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Hom.
|mdlsjtxt=[formed as if from *[[ἀπηλεγής]] (ἀπὸ, [[ἀλέγω]])]<br />without caring for [[anything]], [[reckless]] of consequences, [[bluntly]], μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Hom.
}}
{{pape
|ptext=adv. zu [[ἀπηλεγής]], Hom. [[zweimal]], <i>Il</i>. 9.309, <i>Od</i>. 1.373 μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] (ἀποείπω), <i>[[gerade]] [[heraus]]</i>; μῦθον ἀ. ἀγόρευεν, <i>h.Merc</i>. 362; ὡς [[φάτο]] Ap.Rh. 2.25; [[νίσσομαι]] 1.785; τύπτειν Qu.Sm. 1.226. Ebenso ἀπηλεγές, Opp. <i>Cyn</i>. 2.510; Nic. <i>Ther</i>. 495, [[neben]] [[διαμπερές]], d.i. <i>[[genau]], Schol</i>. [[ἀκριβῶς]] καὶ [[συντόμως]].
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηλεγέως Medium diacritics: ἀπηλεγέως Low diacritics: απηλεγέως Capitals: ΑΠΗΛΕΓΕΩΣ
Transliteration A: apēlegéōs Transliteration B: apēlegeōs Transliteration C: apilegeos Beta Code: a)phlege/ws

English (LSJ)

Adv. without caring for anything, outright, bluntly, Hom. only in phrase μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Il.9.309, Od.1.373; ἀ. πεπύθοιτο A.R.4.1469; νίσσετ' ἀπηλεγέως straightforwards, without looking about, Id.1.785; sternly, 4.687; prob.f.l. for ἀνηλεγέως, Q.S.1.226:—also ἀπηλεγές, Nic.Th.495, Opp.C.2.510. (From ἀλέγω, like νηλεγής, ἀνηλεγής.)

French (Bailly abrégé)

adv.
sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.
Étymologie: ἀπό, ἀλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηλεγέως: откровенно, прямо, без обиняков (μῦθον ἀποειπεῖν Hom. или ἀγορεύειν HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηλεγέως: Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιθ. ἀπηλεγής, ές, (ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Γρηγ. Ναζ.), ἀφροντίστως, ἀποτόμως, σκληρῶς, ἀπαγορευτικῶς, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 309, Ὀδ. Α. 373· οὕτω, νίσσετ’ ἀπηλεγέως, συντόνως, μὴ περιβλέπων τῇδε κἀκεῖσε, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 785: ― Ὡσαύτως, ἀπηλεγές, Νικ. Θ. 495, Ὀππ. Κ. 2. 510. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀλέγω ὡς νηλεγής, ἀνηλεγής).

English (Autenrieth)

(ἀλέγω): without scruple; μῦθον ἀποειπεῖν, Od. 1.373 and Il. 9.309.

Greek Monolingual

ἀπηλεγέως επίρρ. (Α)
1. σκληρά, αυστηρά
2. απερίφραστα.

Greek Monotonic

ἀπηλεγέως: επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, ἀλέγω), χωρίς μέριμνα για τίποτε, χωρίς περίσκεψη για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[formed as if from *ἀπηλεγής (ἀπὸ, ἀλέγω)]
without caring for anything, reckless of consequences, bluntly, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Hom.

German (Pape)

adv. zu ἀπηλεγής, Hom. zweimal, Il. 9.309, Od. 1.373 μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν (ἀποείπω), gerade heraus; μῦθον ἀ. ἀγόρευεν, h.Merc. 362; ὡς φάτο Ap.Rh. 2.25; νίσσομαι 1.785; τύπτειν Qu.Sm. 1.226. Ebenso ἀπηλεγές, Opp. Cyn. 2.510; Nic. Ther. 495, neben διαμπερές, d.i. genau, Schol. ἀκριβῶς καὶ συντόμως.