μακραύχην: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μακρ-αύχην, ενος,<br />[[long]]-necked, [[long]], Eur. | |mdlsjtxt=μακρ-αύχην, ενος,<br />[[long]]-necked, [[long]], Eur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ενος, <i>[[langhalsig]]</i>, [[ὄρνις]], Ath. I.6c; überhaupt = <i>lang</i>, [[κλῖμαξ]], Eur. <i>Phoen</i>. 1180. Bei Hippocr. auch μακραύχενος; τὰ μακραύχενα, Arist. <i>H.A</i>. 8.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, long-necked, long, κλῖμαξ E. Ph.1173: neut. pl., τὰ μακραύχενα Hp.Epid.2.1.8, Arist.HA595a11.
French (Bailly abrégé)
ενος (ὁ, ἡ)
au long cou ; long.
Étymologie: μακρός, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
μακραύχην: ενος adj. досл. с длинной шеей, перен. длинный, высокий (κλῖμαξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μακραύχην: ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, μακρός, κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.
Greek Monolingual
μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)
2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. εριαύχην, ριψαύχην)].
Greek Monotonic
μακραύχην: ὁ, ἡ, μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.
Middle Liddell
μακρ-αύχην, ενος,
long-necked, long, Eur.
German (Pape)
ενος, langhalsig, ὄρνις, Ath. I.6c; überhaupt = lang, κλῖμαξ, Eur. Phoen. 1180. Bei Hippocr. auch μακραύχενος; τὰ μακραύχενα, Arist. H.A. 8.6.