μελάγχρους: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
(Bailly1_3) |
m (pape replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελάγχρους | |||
|Medium diacritics=μελάγχρους | |||
|Low diacritics=μελάγχρους | |||
|Capitals=ΜΕΛΑΓΧΡΟΥΣ | |||
|Transliteration A=melánchrous | |||
|Transliteration B=melanchrous | |||
|Transliteration C=melanchrous | |||
|Beta Code=mela/gxrous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[μελάγχροος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[μελάγχροος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[μελανόχρους]] -ουν (ΑM [[μελάγχρους]] και [[μελανόχρους]] -ουν, Α και [[μελάγχροος]], -οον και [[μελανόχροος]] και [[μελανίχροος]], -οον και [[μελάγχρως]], -ων και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ, και [[μέλαγχρος]], -ον)<br />[[μαυρειδερός]], [[μελαχρινός]], [[μελαψός]], [[ηλιοκαμένος]] («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μελάγχρους]] [[ιστός]]»<br /><b>ανατ.</b> [[ιστός]] του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], [[χροός]] και <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[γυμνό]]-<i>χρους</i>, <i>χαλκό</i>-<i>χρους</i>. Ο τ. [[μελάγχρως]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]] ([[πρβλ]]. <i>ελεφαντό</i>-<i>χρως</i>, [[λεπτό]]-<i>χρως</i>)]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μελάγχρους]], ουν [[χρόα]]<br />[[swarthy]], Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=-χρουν, zusammengezogen aus [[μελάγχροος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for μελάγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.
Greek Monolingual
και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].
Middle Liddell
μελάγχρους, ουν χρόα
swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.
German (Pape)
-χρουν, zusammengezogen aus μελάγχροος.