καταφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
|elnltext=καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφᾰγεῖν:''' λειτουργεί ως αόρ. βʹ του <i>κατ-[[εσθίω]]</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]] στο [[φαγητό]], [[αφανίζω]], [[κατασπαταλώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
|lsmtext='''καταφᾰγεῖν:''' λειτουργεί ως αόρ. βʹ του <i>κατ-[[εσθίω]]</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]] στο [[φαγητό]], [[αφανίζω]], [[κατασπαταλώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[serving as aor2 to [[κατεσθίω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[devour]], eat up, Il., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[spend]] in [[eating]], [[waste]], [[devour]], Od., Aeschin.
|mdlsjtxt=[serving as aor2 to [[κατεσθίω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[devour]], eat up, Il., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[spend]] in [[eating]], [[waste]], [[devour]], Od., Aeschin.
}}
{{pape
|ptext=aor.2 zu [[κατεσθίω]].
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφᾰγεῖν Medium diacritics: καταφαγεῖν Low diacritics: καταφαγείν Capitals: ΚΑΤΑΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: kataphageîn Transliteration B: kataphagein Transliteration C: katafagein Beta Code: katafagei=n

English (LSJ)

serving as aor. 2 to κατεσθίω (q.v.); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later fut. A καταφάγομαι LXX 3 Ki.12.24m, PIand.26.23,34 (i A. D.), Gloss.:—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. Hdt.2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.Merc.Cond.17. 2 spend in eating, waste, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

καταφαγεῖν: inf. aor. 2 к κατεσθίω.

Greek Monotonic

καταφᾰγεῖν: λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω,
1. καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω, δαπανώ στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰγεῖν: χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ κατεσθίω (ὃ ἴδε)· ― κατατρώγω, ἀφανίζω, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, ἀφανίζω, κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), μήτοι κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. καταπίνω ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. ἔδομαι).

Middle Liddell

[serving as aor2 to κατεσθίω
1. to devour, eat up, Il., Hdt.
2. to spend in eating, waste, devour, Od., Aeschin.

German (Pape)

aor.2 zu κατεσθίω.