ἰχνοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη.
|mltxt=[[ἰχνοσκοπία]], ἡ (Α) [[ιχνοσκοπώ]]<br />το να ανιχνεύει [[κάποιος]], το να αναζητά [[κάποιος]] ίχνη.
}}
{{pape
|ptext=<i>das [[Aufspüren]]</i>, Plut. <i>qu. Nat</i>. 24.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνοσκοπία Medium diacritics: ἰχνοσκοπία Low diacritics: ιχνοσκοπία Capitals: ΙΧΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: ichnoskopía Transliteration B: ichnoskopia Transliteration C: ichnoskopia Beta Code: i)xnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, looking at the tracks, Plu.2.917f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.

Greek Monolingual

ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.

German (Pape)

das Aufspüren, Plut. qu. Nat. 24.