Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφετερισμός: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφετερισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />[[appropriation]], ἐπὶ σφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]] for one's own use and [[advantage]], Arist.
|mdlsjtxt=[[σφετερισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />[[appropriation]], ἐπὶ σφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]] for one's own use and [[advantage]], Arist.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das sich zu [[eigen]] [[Machen]], sich [[Aneignen]]</i>, bes. <i>[[Verbrauch]] öffentliches Gutes, als wäre es eignes</i>, Arist. <i>rhet</i>. 1.13 und Sp.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετερισμός Medium diacritics: σφετερισμός Low diacritics: σφετερισμός Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spheterismós Transliteration B: spheterismos Transliteration C: sfeterismos Beta Code: sfeterismo/s

English (LSJ)

ὁ, appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ = for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s'approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός:присвоение, завладение, захват Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

Middle Liddell

σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.

German (Pape)

ὁ, das sich zu eigen Machen, sich Aneignen, bes. Verbrauch öffentliches Gutes, als wäre es eignes, Arist. rhet. 1.13 und Sp.