ὑφοράω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "Tyrannic" to "Tyrannic")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=([[ὁράω]]), auch im med., ὑφοράομαι, <i>von [[unten]] od. mit niedergezogenen [[Augenbrauen]]</i>, d.i. <i>[[scheel]], [[argwöhnisch]] [[ansehen]]</i>, überhaupt <i>in [[Verdacht]] haben</i>; ὑπείδου Eur. <i>Ion</i> 1023; <i>Suppl</i>. 694; und in [[Prosa]] : ὑφορᾶσθαι τὴν ἡλικίαν Isae. 2.7; Xen. <i>Mem</i>. 2.7.12; Pol. 3.18.8 und [[öfter]], wie Sp., z.B. Luc. <i>D.D</i>. 19.1, <i>[[Tyrannic]]</i>. 17.
|ptext=([[ὁράω]]), auch im med., ὑφοράομαι, <i>von [[unten]] od. mit niedergezogenen [[Augenbrauen]]</i>, d.i. <i>[[scheel]], [[argwöhnisch]] [[ansehen]]</i>, überhaupt <i>in [[Verdacht]] haben</i>; ὑπείδου Eur. <i>Ion</i> 1023; <i>Suppl</i>. 694; und in [[Prosa]] : ὑφορᾶσθαι τὴν ἡλικίαν Isae. 2.7; Xen. <i>Mem</i>. 2.7.12; Pol. 3.18.8 und [[öfter]], wie Sp., z.B. Luc. <i>D.D</i>. 19.1, <i>Tyrannic</i>. 17.
}}
}}

Revision as of 17:28, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφοράω Medium diacritics: ὑφοράω Low diacritics: υφοράω Capitals: ΥΦΟΡΑΩ
Transliteration A: hyphoráō Transliteration B: hyphoraō Transliteration C: yforao Beta Code: u(fora/w

English (LSJ)

aor. ὑπεῖδον (v. infr.), look at from below, eye stealthily, view with suspicion or view with jealousy, suspect, τινα X.An.2.4.10; τί μάτην . . ὑπό μ' ἴδες; S.Ichn.172 (lyr.):—Pass., D.11.4, Plu.Rom. 8:— freq. in Med., ὑφορῶμαι (aor. ὑπειδόμην, v. sub voce), in same sense, Th.3.40, X.Mem.2.7.12, Is.2.7, D.18.43, Arist.HA629b10: followed by μή, Plb.3.18.8, etc.: abs., Luc.D Deor.19.1.—Cf. ὑποβλέπω, ὑποψία, ὕποπτος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;
Moy. ὑφοράομαι, ὑφορῶμαι (f. ὑπόψομαι, ao.2 ὑπειδόμην) m. sign.
Étymologie: ὑπό, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφοράω: (fut. ὑπόψομαι, aor. 2 ὑπειδόμην) тж. med.
1) относиться с подозрением, глядеть с недоверием, подозревать (τινα Xen., Dem.): ὑφορῶμενος ὑπό τινος Plut. находящийся на подозрении у кого-л.;
2) опасаться (τι Polyb.): ὑφεωρᾶτο μὴ πολυχρόνιον συμβῇ γενέσθαι τὴν πολιορκίαν Polyb. он опасался, что осада затянется.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφοράω: βλέπω, προσβλέπω κάτωθεν, ῥίπτω λαθραῖα βλέμματα, ὑποπτεύω, τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. ὑπειδόμην. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. ὑποβλέπω, ὑποψία. ὕποπτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ.

Greek Monotonic

ὑφοράω: μέλ. ὑπ-όψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-εῖδον και Μέσ. -ειδόμην· παρατηρώ, κοιτάζω από χαμηλά, βλέπω με καχυποψία ή ζήλια, υποπτεύομαι, τινά, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ὑπ-όψομαι aor2 ὑπ-εῖδον and mid. -ειδόμην
to look at from below, view with suspicion or jealousy, suspect, τινά Thuc., etc.

German (Pape)

(ὁράω), auch im med., ὑφοράομαι, von unten od. mit niedergezogenen Augenbrauen, d.i. scheel, argwöhnisch ansehen, überhaupt in Verdacht haben; ὑπείδου Eur. Ion 1023; Suppl. 694; und in Prosa : ὑφορᾶσθαι τὴν ἡλικίαν Isae. 2.7; Xen. Mem. 2.7.12; Pol. 3.18.8 und öfter, wie Sp., z.B. Luc. D.D. 19.1, Tyrannic. 17.