διαστίλβω: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαστίλβω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''διαστίλβω:'''<br /><b class="num">1</b> [[светиться]], [[блестеть]] (πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ [[χρυσίον]] διαστίλβει Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[просвечивать]], [[виднеться]] (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:13, 25 November 2022
English (LSJ)
gleam, Ar.Pax567, Nonn.D.42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.
Spanish (DGE)
brillar, relucir αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.Pax 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι AP 5.48 (Rufin.), cf. Arist.Mir.830a16, Plu.2.497e, Nonn.D.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.V.Chrys.11.118
•c. gen. brillar a través de διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica Ar.Fr.8.
German (Pape)
[Seite 604] durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: στίλβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στίλβω helemaal glanzen.
Russian (Dvoretsky)
διαστίλβω:
1 светиться, блестеть (πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ χρυσίον διαστίλβει Plut.);
2 просвечивать, виднеться (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.).
Greek Monolingual
διαστίλβω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ
2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).
Greek Monotonic
διαστίλβω: μέλ. -ψω, στίλβω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ ανάμεσα από, σε Αριστοφ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίλβω: στίλβω, λάμπω διὰ μέσου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 5. 48.