κάτομβρος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάτομβρος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κάτομβρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[дождливый]], [[несущий дождь]] ([[Νότος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> (часто), [[плачущий]] (ὄμματα Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:20, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A rainy, νότος Arist.Vent.973b9; ἔαρ Gp.1.12.24. II wet with rain, drenched, Thphr.CP3.12.1, 3.22.3: metaph., ὄμματ' ἐρώντων AP5.144 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1403] beregnet, dem Regen ausgesetzt, Theophr.; sehr feucht, id.; auch κάτομβρα γὰρ ὄμματ' ἐρώντων, Asclpds. 4 (V, 145).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-ομβρος -ον overspoeld met regen; overdr.: κάτομβρα γὰρ ὄμματ’ ἐρώντων want ogen van verliefden zijn snel gevuld met tranen AP 5.145.3.
Russian (Dvoretsky)
κάτομβρος:
1 дождливый, несущий дождь (Νότος Arst.);
2 (часто), плачущий (ὄμματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κάτομβρος: -ον, πλήρης βροχῆς, νότος Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 7. II. λίαν ὑγρὸς ἐκ βροχῆς, κάθυγρος, διάβροχος, ἀντίθετ. τῷ κατάξηρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 12, 1., 3. 22, 3· ὄμματ’ ἐρώντων Ἀνθ. Π. 5. 145.
Greek Monolingual
κάτομβρος, -ον (ΑΜ)
βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.)
αρχ.
1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.)
2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπομβρος, σύνομβρος].