καταθεάομαι: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταθεάομαι:''' (εᾱ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''καταθεάομαι:''' (εᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[сверху смотреть]], [[взирать]], [[наблюдать]] (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[устремлять взор]] (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[обозревать]], [[осматривать]] (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);<br /><b class="num">4</b> [[следить]], [[наблюдать]] (φορὰς ἄστρων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:23, 25 November 2022
English (LSJ)
look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate, φορὰς ἄστρων Plu.2.426d: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.
German (Pape)
[Seite 1348] herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταθεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.
French (Bailly abrégé)
-εῶμαι;
1 regarder d'en haut;
2 regarder attentivement.
Étymologie: κατά, θεάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θεάομαι van bovenaf bekijken; beschouwen:. τοὺς δ’ ἄλλους καταθεῶ beschouw de overigen Xen. Cyr. 8.2.18.
Russian (Dvoretsky)
καταθεάομαι: (εᾱ)
1 сверху смотреть, взирать, наблюдать (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);
2 устремлять взор (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);
3 обозревать, осматривать (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);
4 следить, наблюдать (φορὰς ἄστρων Plut.).
Greek Monotonic
καταθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά, παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταθεάομαι: μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, βλέπω τι ἄνωθεν, τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι αὐτόθι Ι. 8, 14·― καθόλου, θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.
Middle Liddell
fut. άσομαι
Dep. to look down upon, watch from above, Xen.:—generally, to contemplate, Xen.