ἀνδροδάμας: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνδροδάμας:''' αντος adj.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνδροδάμας:''' αντος adj.<br /><b class="num">1</b> [[укрощающий мужей]] ([[φόβος]], [[οἶνος]] Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[умертвившая]] (своего) супруга ([[Ἐριφύλη]] Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:29, 25 November 2022
English (LSJ)
[δᾰ], αντος, ὁ, ἡ, A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr.166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro-δάμαντ'). II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.
Spanish (DGE)
-αντος
I 1que somete, encadena a los hombres φόβος ἀνδροδάμας Pi.N.3.39, ἀνδροδάμαντα ... ῥιπὰν ... οἴνου Pi.Fr.166.
2 que mata, destruye ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν Pi.N.9.16.
II 1pirita Ps.Democr.p.45.
2 marcasita plateada Plin.HN 36.146, 37.144.
German (Pape)
[Seite 218] αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ, ἡ)
1 qui dompte les hommes;
2 qui tue son époux.
Étymologie: ἀνήρ, δαμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροδάμας: αντος adj.
1 укрощающий мужей (φόβος, οἶνος Pind.);
2 умертвившая (своего) супруга (Ἐριφύλη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροδάμας: [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, (δαμάω) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, φόβος, οἶνος Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· ἀνδροφόνος, περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 (ἔνθα ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»).
English (Slater)
ἀνδροδᾰμας
a that conquers man φόβος ἀνδροδάμας (N. 3.39) ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (supp. Casaubon, Boeckh: ὀδαμαν codd. Athenaei) fr. 166. 1.
b murdering her husband ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν (ἀνδρομάδαν τ v.l.: ἀνδροδάμαν δ coni. Schneidewin: ἡ γὰρ Ἐριφύλη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα Ἀμφιάραον προὔδωκεν εἰς φόνον. Σ.) (N. 9.16)
Greek Monolingual
ἀνδροδάμας, ο, η, (Α)
1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες
2. ανδροφόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω»].
Greek Monotonic
ἀνδροδάμας: [ᾰ], -αντος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, δαμάζω), αυτός που δαμάζει τους άνδρες, σε Πίνδ.