ἐνθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> bot. [[injertar]] τὰ τοιαῦτα ([[γένη]]) <i>Gp</i>.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον <i>Gp</i>.10.76.2, en v. pas. <i>Gp</i>.10.76.1.<br /><b class="num">2</b> [[introducir]], [[aplicar]] κολλύρας τρεῖς Afric.<i>Cest</i>.1.12.19 (cód.), ταύτην (<i>sc</i>. ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.<i>Haer</i>.76.26.12.
|dgtxt=<b class="num">1</b> bot. [[injertar]] τὰ τοιαῦτα ([[γένη]]) <i>Gp</i>.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον <i>Gp</i>.10.76.2, en v. pas. <i>Gp</i>.10.76.1.<br /><b class="num">2</b> [[introducir]], [[aplicar]] κολλύρας τρεῖς Afric.<i>Cest</i>.1.12.19 (cód.), ταύτην (<i>[[sc.]]</i> ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.<i>Haer</i>.76.26.12.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:23, 27 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθεμᾰτίζω Medium diacritics: ἐνθεματίζω Low diacritics: ενθεματίζω Capitals: ΕΝΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: enthematízō Transliteration B: enthematizō Transliteration C: enthematizo Beta Code: e)nqemati/zw

English (LSJ)

engraft, Gp.10.23.4.

Spanish (DGE)

1 bot. injertar τὰ τοιαῦτα (γένη) Gp.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον Gp.10.76.2, en v. pas. Gp.10.76.1.
2 introducir, aplicar κολλύρας τρεῖς Afric.Cest.1.12.19 (cód.), ταύτην (sc. ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.Haer.76.26.12.

German (Pape)

[Seite 841] einsetzen, pfropfen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθεματίζω: ἐγκεντρίζω, Γεωπ. 10. 23, 4. Ἴδε σημ. ἐκδότου ἐν τόπῳ. Πρβλ. Ἐπιφάν. ΙΙ. 569Α.

Greek Monolingual

ἐνθεματίζω)
ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω
νεοελλ.
συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω
αρχ.
βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω.