λωβητήρ: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
m (pape replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui outrage, insulteur;<br /><b>2</b> qui fait périr, qui ruine <i>ou</i> détruit;<br /><b>3</b> être malfaisant, scélérat, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[λωβάομαι]]. | |btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[qui outrage]], [[insulteur]];<br /><b>2</b> qui fait périr, qui ruine <i>ou</i> détruit;<br /><b>3</b> être malfaisant, scélérat, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[λωβάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:10, 28 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ and ἡ, A foul slanderer, Il.2.275, 11.385: generally, destroyer, of the Erinyes, S.Ant.1074; ἀοιδᾶν Tim.Pers.231. II worthless wretch, Il.24.239, A.R.3.372, Tryph.21.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 qui outrage, insulteur;
2 qui fait périr, qui ruine ou détruit;
3 être malfaisant, scélérat, misérable.
Étymologie: λωβάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λωβητήρ: ῆρος, ὁ, ὑβριστής, τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον (περὶ τοῦ Θερσίτου) Ἰλ. Β. 275., Λ. 385· καθόλου, ὀλέθριος, καταστροφεὺς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἀντ. 1074. II. ἄθλιος καὶ οὐτιδανὸς ἄνθρωπος, ὡς τὸ λυμεών, Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 372.
English (Autenrieth)
ῆρος: one who outrages or insults, slanderer, scoundrel, Il. 2.275, Il. 11.385. (Il.)
Greek Monolingual
λωβητήρ, -ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α)
1. υβριστής
2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.)
3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγητήρ, πωλητήρ)].
Greek Monotonic
λωβητήρ: -ῆρος, ὁ,
I. κάποιος που συμπεριφέρεται κακοποιητικά, συκοφάντης, υβριστής, σε Ομήρ. Ιλ.· ολέθριος καταστροφέας, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
II. Παθ., άθλιος και ουτιδανός άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
λωβητήρ, ῆρος,
I. one who treats despitefully, a foul slanderer, Il.; a destroyer, of the Furies, Soph.
II. pass. a worthless wretch, Il.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Mißhandelnde, Il. 2.275, 11.385; der Verderber, der Schaden verursacht, Soph. Ant. 1061; überhaupt ein nichtswürdiger, schändlicher Mensch, Il. 24.239; Ap.Rh. 3.372.